υποδαύλιση

υποδαύλιση
η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποδαυλίζω («η υποδαύλιση τών παθών τού εμφυλίου πολέμου και τού μίσους στον λαό αποτελεί εθνικό έγκλημα σήμερα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποδαυλίζω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποδαύλισις, μαρτυρείται από το 1872 στον Φρ. Ζαμβάλδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υποδαύλιση — η 1. συνδαύλισμα, ανασκάλεμα, ανασκάλισμα: Υποδαύλιση της φωτιάς στο τζάκι. 2. μτφ., αναζωογόνηση, αναζωπύρωση, αναμόχλευση, υποκίνηση: Επιδιώκει την υποδαύλιση της παλιάς εχθρότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αχσαρούμοφ, Νικολάι Δημίτριεβιτς — (1819 1893).Ρώσος πεζογράφος. Εργάστηκε στην αρχή ως κρατικός υπάλληλος στο υπουργείο Στρατιωτικών, απ’ όπου όμως παραιτήθηκε και αφιερώθηκε αποκλειστικά στη λογοτεχνία. Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα και κριτικές σε διάφορα λογοτεχνικά… …   Dictionary of Greek

  • υπόθαλψη — η 1. βοήθεια σε κάποιον για συντήρησή του: Κατηγορείταιγια υπόθαλψη εγκληματία. 2. μτφ., υποδαύλιση, αναζωογόνηση, διέγερση: Υπόθαλψη των πολιτικών παθών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”