- υποδαύλιση
- η, Νη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποδαυλίζω («η υποδαύλιση τών παθών τού εμφυλίου πολέμου και τού μίσους στον λαό αποτελεί εθνικό έγκλημα σήμερα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < υποδαυλίζω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποδαύλισις, μαρτυρείται από το 1872 στον Φρ. Ζαμβάλδη].
Dictionary of Greek. 2013.